-
1 εδος
- εος τό [ἕζω]1) седалище, стул(πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Hom.)
2) сидение, т.е. бездействиеοὐχ ἕ. ἐοτί Hom. — не время сидеть (без дела)
3) основание, устой(Γαῖα, πάντων ἕ. ἀσφαλές Hes.)
4) местопребывание, жилище(θεῶν Hom., Hes. - ср. 6)
5) земля, край ( в описаниях)Θήβης ἕ. Hom. = Θήβη;
Ἰθάκης ἕ. Hom. = Ἰθάκη;Ἀσίας ἕ. Aesch. = Ἀσία;ἕ. Ἀργείων Eur. = τὸ Ἄργος6) храм(δαιμόνων ἕδη Soph.; θεῶν ἕδη Isocr., Plat. - ср. 4)
7) статуя, изображение(τό ἕ. κατακεκαλυμμένον τῆς Ἀθηνᾶς Xen.; Φειδίας τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕ. ἐργασάμενος Isocr.)
-
2 ασφαλης
21) незыблемый, непоколебимый(ἕδος θεῶν Hom. и θεοῖς Hes.; βάθρον πολίων Pind.; θεῶν νόμιμα Soph.; ὄχημα Xen.; βάσις Plat.; κόσμος Plut.)
2) надежный, верный, стойкий(φῶτες Soph.)
3) осмотрительный, осторожный(στρατηλάτης Eur.)
φρονεῖν οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Soph. — поспешные в решениях поступают опрометчиво4) защищенный от опасностей, безопасный(αἰών Pind.; ἔξοδος Soph.; ὅρος Xen.; χώρα Plut.)
5) основательный, убедительный(ῥήτωρ Xen.)
См. также в других словарях:
έδος — ἕδος, το (Α) 1. κάθισμα, θρόνος 2. κατοικία, διαμονή, ιδίως θεών («ἵκοντο θεῶν ἕδος», Ιλ.) 3. τόπος διαμονής («ἕδος Ἰθάκης» Ιθάκη, Οδ.) 4. άγαλμα καθισμένου θεού 5. ναός 6. θεμέλιο, βάση 7. το να καθίσει κάποιος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε IE… … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
OLYMPUS — I. OLYMPUS Historicus, cuiusaetatem satis indieat, quod fuit medicus Cleopatrae, Iulii prius, post Antonii, amasiae, de quo Plut. in Anton. II. OLYMPUS Mysiae Rex, qui Iasi filiam, Nepiam, uxorem duxit, ut scribit Dionysius Milesius, habitavitque … Hofmann J. Lexicon universale