Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἕδος θεῶν

См. также в других словарях:

  • έδος — ἕδος, το (Α) 1. κάθισμα, θρόνος 2. κατοικία, διαμονή, ιδίως θεών («ἵκοντο θεῶν ἕδος», Ιλ.) 3. τόπος διαμονής («ἕδος Ἰθάκης» Ιθάκη, Οδ.) 4. άγαλμα καθισμένου θεού 5. ναός 6. θεμέλιο, βάση 7. το να καθίσει κάποιος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε IE… …   Dictionary of Greek

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • OLYMPUS — I. OLYMPUS Historicus, cuiusaetatem satis indieat, quod fuit medicus Cleopatrae, Iulii prius, post Antonii, amasiae, de quo Plut. in Anton. II. OLYMPUS Mysiae Rex, qui Iasi filiam, Nepiam, uxorem duxit, ut scribit Dionysius Milesius, habitavitque …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»